- ἐχέκολλον
- ἐχέκολλοςglutinousmasc/fem acc sgἐχέκολλοςglutinousneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εχέκολλος — ἐχέκολλος, ον (Α) 1. γεμάτος κόλλα, κολλώδης, ρητινώδης («ἐχέκολλον μάλιστα ἡ πεύκη», Θεόφρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τo ἐχέκολλον η κόλλα. επίρρ... ἐχεκόλλως (Α) κολλητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + κόλλα] … Dictionary of Greek